μαστιγώσει

μαστιγώσει
μαστίγωσις
whipping
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
μαστιγώσεϊ , μαστίγωσις
whipping
fem dat sg (epic)
μαστίγωσις
whipping
fem dat sg (attic ionic)
μαστῑγώσει , μαστιγόω
whip
aor subj act 3rd sg (epic)
μαστῑγώσει , μαστιγόω
whip
fut ind mid 2nd sg
μαστῑγώσει , μαστιγόω
whip
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ηρώνδας ή Ηρώδας — (3ος αι. π.Χ.).Μιμογράφος από την Κω. Το συγγραφικό έργο του τοποθετείται μεταξύ 275 και 245 π.Χ. Ένας πάπυρος που ανακαλύφθηκε το 1891 έκανε γνωστούς εννέα (οι επτά πλήρεις) σύντομους μίμους του σε ιωνική διάλεκτο (ονομάζονται και μιμίαμβοι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”